επίπαστος

επίπαστος
-η, -ο (Α ἐπίπαστος, -η, -ον) [επιπάσσω]
πασπαλισμένος πάνω σε κάτι ή με κάτι
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπαστον
α) είδος πλακούντα (πίτας) πασπαλισμένου με καρυκεύματα
β) ἐπίπαστον (ενν. φάρμακον)
έμπλαστρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπαστον — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem acc sg ἐπίπαστος sprinkled over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπάστοις — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπάστοισιν — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπαστα — ἐπίπαστος sprinkled over neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπαστοι — ἐπίπαστος sprinkled over masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”