- επίπαστος
- -η, -ο (Α ἐπίπαστος, -η, -ον) [επιπάσσω]πασπαλισμένος πάνω σε κάτι ή με κάτιαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπαστονα) είδος πλακούντα (πίτας) πασπαλισμένου με καρυκεύματαβ) ἐπίπαστον (ενν. φάρμακον)έμπλαστρο.
Dictionary of Greek. 2013.